κουρελής

κουρελής
ο , κουρελού η
1) оборван|ец, -ка; 2) бродяга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κουρελής" в других словарях:

  • κουρελής — ο, θηλ. κουρελού 1. αυτός που φορά κουρελιασμένα ρούχα, κουρελιάρης, ρακένδυτος 2. το θηλ. η κουρελού χαλί ή κλινοσκέπασμα από κατάλληλα υφασμένα και ραμμένα μεταξύ τους κουρέλια ή αποκόμματα υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + κατάλ. λής (<… …   Dictionary of Greek

  • κουρελής — ο θηλ. κουρελού 1. αυτός που φορεί κουρέλια. 2. το θηλ., κουρελού ως ουσ., τάπητας μικρής αξίας: Κοιμηθήκανε πάνω σε μια κουρελού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρελιάρης, -α, -ικο — κουρελής, αυτός που φορεί κουρέλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνοκώλης — α, ικο 1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος 2. ρακένδυτος, κουρελής 3. αυτός που δεν έχει περιουσία 4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα …   Dictionary of Greek

  • κουρελαρία — η 1. κουρελιασμένα ρούχα, ράκη 2. ομάδα ρακένδυτων ανθρώπων, κουρελήδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι ή κουρελής + αρία*] …   Dictionary of Greek

  • κουρελιάρης — α, ικο [κουρέλι] κουρελής, ρακένδυτος …   Dictionary of Greek

  • κουρελού — η βλ. κουρελής …   Dictionary of Greek

  • λέτσος — ο 1. άνθρωπος βρόμικος και κακοντυμένος, κουρελής 2. μτφ. α) άνθρωπος χωρίς αξία και σοβαρότητα β) άνθρωπος με άσχημους τρόπους και άσχημη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lezzo «δυσωδία»] …   Dictionary of Greek

  • ξεβράκωτος — η, ο [ξεβρακώνω] 1. αυτός που δεν φορά βρακί, περισκελίδα 2. μτφ. πολύ φτωχός 3. ρακένδυτος, κουρελής 4. το θηλ. ως ουσ. η ξεβράκωτη η χωρίς προίκα 5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεβράκωτοι τα πλήθη τών φτωχών στρωμάτων που πήραν μέρος στη Γαλλική …   Dictionary of Greek

  • ρακενδύτης — ο / ῥακενδύτης, ΝΜΑ, θηλ. ῥακενδύτις, ιδος, Α αυτός που φορά κουρέλια, κουρελής, ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. επενδύτης)] …   Dictionary of Greek

  • ρακοδύτης — ὁ, Α ρακένδυτος, κουρελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + δύω «ντύνομαι, φορώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»